κατάκαρδος

κατάκαρδος
-η, -ο
1. αυτός που βγαίνει από τα βάθη τής καρδιάς, ολόψυχος
2. εγκάρδιος.
επίρρ...
κατάκαρδα
1. στο βάθος τής καρδιάς («η σφαίρα τόν βρήκε κατάκαρδα»)
2. φρ. α) «παίρνω κάτι κατάκαρδα» — αποδίδω σε κάτι μεγάλη σημασία
β) «τόν άγγιξες κατάκαρδα» — τόν έθιξες καίρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -καρδος (< καρδιά), πρβλ. λεοντό-καρδος, μεγαλό-καρδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατάκαρδα — επίρρ. βλ. κατάκαρδος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”